ούρο, το

ούρο, το
ούρο, το και πληθ. ούρα, τα υγρό που παράγουν τα νεφρά και αποβάλλεται από την ουρήθρα (βλ. λ.), αλλ. κάτουρο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ούρο — το (ΑΜ oὖρον) συν. στον πληθ. τα ούρα λεπτόρρευστο ή παχύρρευστο διάλυμα τών άχρηστων προϊόντων τού μεταβολισμού και ορισμένων άλλων, συχνά τοξικών, ουσιών, τα οποία απομακρύνονται από την κυκλοφορία τού αίματος και απεκκρίνονται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • ουροχολινουρία — η (βιοχ.) η ποσότητα ουροχολίνης στα ούρα, η οποία, στις ηπατικές παθήσεις, αυξάνεται σημαντικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. urobilinurie < ούρο + χολίνη* + ουρία (< ούρο)] …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • αζωτουρία — η Ιατρ. η αποβολή με τα ούρα αζωτούχων ενώσεων (ουρίας κ.λπ.) σε αυξημένη ποσότητα. Εμφανίζεται σε καταστάσεις με αυξημένη καταστροφή (καταβολισμό) λευκώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < azoturia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < άζωτο + ουρία… …   Dictionary of Greek

  • κάτουρο — το (Μ κάτουρο και κάτουρον) το ούρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατουρῶ (με αντίστροφη παραγωγή)] …   Dictionary of Greek

  • κριοδόχη — κριοδόχη, ἡ (Α) το ξύλινο πλαίσιο τού πολιορκητικού κριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη, ουρο δόχη] …   Dictionary of Greek

  • οβελοδόχη — η εγκοπή στα παλαιότερων εποχών τυφέκια όπου προσαρμόζεται ο οβελός, δηλ. η ράβδος εσωτερικού καθαρισμού ή γόμωσης τού όπλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλάστηκε προς απόδοση τού γαλλ. porte baguette < ὀβελός + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη, ουρο… …   Dictionary of Greek

  • ουρία — I Οργανική χημική ένωση, διαμίδιο του ανθρακικού οξέος CO(NH2)2, το οποίο περιέχεται στα ούρα των θηλαστικών (στον άνθρωπο περίπου 2%), στο αίμα, στο γάλα και σε πολλά φυτά. Ονομάζεται και καρβαμίδιο. Την ανακάλυψε στα ανθρώπινα ούρα ο Ρουέλ το… …   Dictionary of Greek

  • ουραιμία — (Ιατρ.). Παθολογική κατάσταση που οφείλεται στην κατακράτηση ουρίας και άλλων τοξικών ουσιών στο αίμα, επακόλουθο ανεπάρκειας της νεφρικής λειτουργίας. Είναι δυνατόν να εμφανιστεί κατά τρόπο οξύ ή να δημιουργηθεί σταδιακά ύστερα από οξέα νοσήματα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”